κερουχίς: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κερουχίς:''' -[[ίδος]], θηλ. του επόμ., σε Θεόκρ. | |lsmtext='''κερουχίς:''' -[[ίδος]], θηλ. του επόμ., σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κερουχίς:''' ίδος adj. f рогатая (αἶγες Theocr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ίδος, pecul. fem. of sq.,
A αἶγες Theoc.5.145 (κερουλίδες, αἱ οὖλα κέρατα ἔχουσαι, κερουλκίδες, αἱ ὑπὸ τῶν κεράτων ἑλκόμεναι vv.ll. ap. Sch.).
German (Pape)
[Seite 1425] ίδος, ἡ, fem. zum Folgdn, gehörnt, αἶγες, Theocr. 5, 145, wo die Schol. die v. l. κερουλκίς od. κερουλίς, mit krausen, gewundenen Hörnern, erwähnen.
Greek (Liddell-Scott)
κερουχίς: -ίδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ ἑπομ., αἶγες Θεόκρ. 5. 145, ἔνθα ὁ Σχολ. μνημονεύει δύο ἑτέρας γραφάς, «ἢ κερουλίδες, αἱ οὖλαι κέρατα ἔχουσαι· ἢ κερουλκίδες, αἱ ὑπὸ τῶν κεράτων ἑλκόμεναι».
Greek Monolingual
κερουχίς, -ίδος, ἡ (Α)
βλ. κερούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κερ-ούχος + κατάλ. -ίς, πρβλ. εν-υδρ-ίς, εχιν-ίς].
Greek Monotonic
κερουχίς: -ίδος, θηλ. του επόμ., σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
κερουχίς: ίδος adj. f рогатая (αἶγες Theocr.).