ψαλιδόστομος: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ψᾰλῐδόστομος:''' -ον, αυτός που έχει [[στόμα]] σαν [[ψαλίδα]], λέγεται για τον κάβουρα, σε Βατραχομ. | |lsmtext='''ψᾰλῐδόστομος:''' -ον, αυτός που έχει [[στόμα]] σαν [[ψαλίδα]], λέγεται για τον κάβουρα, σε Βατραχομ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ψᾰλῐδόστομος:''' со ртом как ножницы, клещеротый (καρκίνοι Batr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A nipper-mouthed, Com. epith. of crabs, Batr.295.
German (Pape)
[Seite 1390] Scheermund, kom. Beiw. der Taschenkrebse, Batr. 297.
Greek (Liddell-Scott)
ψᾰλιδόστομος: -ον, ὁ ἔχων στόμα ὅμοιον ψαλίδι, κωμικὸν ἐπίθ. καρκίνου, Βατραχομ. 297.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont la bouche est une pince, dont la bouche est armée de pinces (crabe).
Étymologie: ψαλίς, στόμα.
Greek Monolingual
-ον, Α
(στον Αριστοφ.) (ως κωμικός χαρακτηρισμός του κάβουρα) αυτός που το στόμα του μοιάζει με ψαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίς, -ίδος + -στομος (< στόμα), πρβλ. χαλκό-στομος].
Greek Monotonic
ψᾰλῐδόστομος: -ον, αυτός που έχει στόμα σαν ψαλίδα, λέγεται για τον κάβουρα, σε Βατραχομ.
Russian (Dvoretsky)
ψᾰλῐδόστομος: со ртом как ножницы, клещеротый (καρκίνοι Batr.).