πάγγλωσσος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(5) |
(1ba) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πάγγλωσσος:''' ή -ττος, -ον, αυτός που μιλάει όλες τις γλώσσες. | |lsmtext='''πάγγλωσσος:''' ή -ττος, -ον, αυτός που μιλάει όλες τις γλώσσες. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πάγ-γλωσσος, ορ -ττος, ον,<br />[[speaking]] all tongues. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 9 January 2019
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui parle toutes les langues.
Étymologie: πᾶς, γλῶσσα.
Greek Monolingual
πάγγλωσσος, -ον (ΑΜ, Μ και πάγγλωττος, -ον)
αυτός που μιλά όλες τις γλώσσες («πάγλωσσον γένος», επιγρ.)
μσν.
(για τόπο) αυτός στον οποίο μιλιούνται όλες οι γλώσσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -γλωσσος (< γλώσσα), με αφομοιωτική τροπή του -ν- σε -γ-].
Greek Monotonic
πάγγλωσσος: ή -ττος, -ον, αυτός που μιλάει όλες τις γλώσσες.
Middle Liddell
πάγ-γλωσσος, ορ -ττος, ον,
speaking all tongues.