συνεγγισμός: Difference between revisions

From LSJ

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεγγισμός:''' ὁ, [[πλησίασμα]] από κοινού, αμοιβαία [[προσέγγιση]], [[σύγκλιση]], λέγεται για αστερισμούς, σε Στράβ.
|lsmtext='''συνεγγισμός:''' ὁ, [[πλησίασμα]] από κοινού, αμοιβαία [[προσέγγιση]], [[σύγκλιση]], λέγεται για αστερισμούς, σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεγγισμός:''' ὁ приближение, сближение (πρός τινα Sext.).
}}
}}

Revision as of 07:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεγγισμός Medium diacritics: συνεγγισμός Low diacritics: συνεγγισμός Capitals: ΣΥΝΕΓΓΙΣΜΟΣ
Transliteration A: synengismós Transliteration B: synengismos Transliteration C: syneggismos Beta Code: suneggismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A approach, nearness, of constellations, Str.3.5.9, Ptol.Geog.1.13.1, etc.; τῆς ἀποτέξεως Sor.1.66; πρὸς τὴν ἀρετήν Arr.Epict.1.4.8.

German (Pape)

[Seite 1009] ὁ, Annäherung; Strab. 3, 5, 9; Ggstz ἀπόστασις, S. Emp. pyrrh. 3, 66.

Greek (Liddell-Scott)

συνεγγισμός: ὁ, τὸ συνεγγίζειν, πλησιάζειν ὁμοῦ, ἐπὶ ἀστερισμῶν, Στράβ. 174, Πτολ., κλπ.· τῆς ἀποτέξεως Σωραν. περὶ Γυναικ. Παθ. σ. 78 πρὸς τὴν ἀρετὴν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 4, 8.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de se rapprocher tout à fait.
Étymologie: συνεγγίζω.

Greek Monolingual

ὁ, Α συνεγγίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συνεγγίζω.

Greek Monolingual

ὁ, Α συνεγγίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συνεγγίζω.

Greek Monotonic

συνεγγισμός: ὁ, πλησίασμα από κοινού, αμοιβαία προσέγγιση, σύγκλιση, λέγεται για αστερισμούς, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

συνεγγισμός: ὁ приближение, сближение (πρός τινα Sext.).