προαρπάζω: Difference between revisions

From LSJ

Θνητοὶ γεγῶτες μὴ φρονεῖθ' ὑπὲρ θεούς → Supra deum ne sapito, mortalis satus → Als Menschenkinder denkt nicht über Götter nach

Menander, Monostichoi, 243
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προαρπάζω:''' μέλ. <i>-σω</i> και <i>-ξω</i>, [[αρπάζω]] από [[πριν]], σε Λουκ.· μεταφ., [[προαρπάζω]] τὸ λεγόμενον, [[προλαμβάνω]] τα συμπεράσματα των άλλων, [[προτρέχω]] βιαστικά, σε Πλάτ.
|lsmtext='''προαρπάζω:''' μέλ. <i>-σω</i> και <i>-ξω</i>, [[αρπάζω]] από [[πριν]], σε Λουκ.· μεταφ., [[προαρπάζω]] τὸ λεγόμενον, [[προλαμβάνω]] τα συμπεράσματα των άλλων, [[προτρέχω]] βιαστικά, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''προαρπάζω:''' <b class="num">1)</b> раньше похищать, уносить (τὰ ὄψα [[ὥσπερ]] [[ἰκτῖνος]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> предвосхищать (τὰ λεγόμενα [[ἀλλήλων]] Plat.).
}}
}}

Revision as of 06:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαρπάζω Medium diacritics: προαρπάζω Low diacritics: προαρπάζω Capitals: ΠΡΟΑΡΠΑΖΩ
Transliteration A: proarpázō Transliteration B: proarpazō Transliteration C: proarpazo Beta Code: proarpa/zw

English (LSJ)

   A snatch away before, ὥσπερ ἰκτῖνος τὰ ὄψα Luc.Tim.54: metaph., τὴν δόξαν J.AJ13.5.8; τὴν ἡγεμονίαν τινί ib.20.8.2, cf. Luc. Tox.6, etc.; π. ἀλλήλων τὰ λεγόμενα snap at a conclusion, anticipate hastily, Pl.Grg.454c; τὸ ζητούμενον π. ὡς ὁμολογούμενον S.E.M.1.157.

German (Pape)

[Seite 709] (s. ἁρπάζω), vorwegnehmen, -reißen; ἀλλήλων τὰ λεγόμενα, Plat. Gorg. 454 c; oft bei Sp., wie Luc. Tim. 54 Tox. 6 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

προαρπάζω: ἁρπάζω πρότερον, ὥσπερ ἰκτῖνος τὰ ὄψα Λουκ. Τίμ. 54· μεταφορ., πρ. ἀλλήλων τὸ λεγόμενον, ἐσπευσμένως νὰ προλαμβάνωμεν τὰ συμπεράσματα ἀλλήλων, Πλάτ. Γοργ. 454C· τὸ ζητούμενον πρ. ὡς ὁμολογούμενον Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 157, πρβλ. Λουκ. Τόξ. 6. κτλ.

French (Bailly abrégé)

enlever d’avance ou auparavant ; fig. anticiper sur, acc..
Étymologie: πρό, ἁρπάζω.

Greek Monolingual

Α
αρπάζω κάτι προηγουμένως.

Greek Monotonic

προαρπάζω: μέλ. -σω και -ξω, αρπάζω από πριν, σε Λουκ.· μεταφ., προαρπάζω τὸ λεγόμενον, προλαμβάνω τα συμπεράσματα των άλλων, προτρέχω βιαστικά, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

προαρπάζω: 1) раньше похищать, уносить (τὰ ὄψα ὥσπερ ἰκτῖνος Luc.);
2) предвосхищать (τὰ λεγόμενα ἀλλήλων Plat.).