διεκπεραίνω: Difference between revisions

From LSJ

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διεκπεραίνω:''' μέλ. <i>-ᾱνῶ</i>, [[φέρνω]] [[κάτι]] εις [[πέρας]], [[ολοκληρώνω]], [[αποπερατώνω]], σε Ξεν.
|lsmtext='''διεκπεραίνω:''' μέλ. <i>-ᾱνῶ</i>, [[φέρνω]] [[κάτι]] εις [[πέρας]], [[ολοκληρώνω]], [[αποπερατώνω]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''διεκπεραίνω:''' доводить до конца, завершать (τι Xen.; πρὶν [[αὐτῷ]] [[βίος]] διεκπερανθῇ Soph. - v. l. διεκπεραθῇ).
}}
}}

Revision as of 18:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεκπεραίνω Medium diacritics: διεκπεραίνω Low diacritics: διεκπεραίνω Capitals: ΔΙΕΚΠΕΡΑΙΝΩ
Transliteration A: diekperaínō Transliteration B: diekperainō Transliteration C: diekperaino Beta Code: diekperai/nw

English (LSJ)

   A go through with, τὰ τούτων ἐχόμενα δ. X.Oec.6.1:—Pass., πρὶν . . βίος διεκπερανθῇ S.Fr.646.

German (Pape)

[Seite 618] ganz zu Ende bringen, Xen. Oec. 6, 1; ὁ βίος παντελῶς διεξεπεράνθη Soph. frg. 572. S. διεκπεράω.

Greek (Liddell-Scott)

διεκπεραίνω: μέλλ -ᾰνῶ, φέρω τι εἰς πέρας, τελειώνω, τὰ τούτων ἐχόμενα δ. Ξεν. Οἰκ. 6, 1. - Παθ., πρὶν… βίος διεκπερανθῇ Σοφ. Ἀποσπ. 572.

French (Bailly abrégé)

achever entièrement.
Étymologie: διά, ἐκπεραίνω.

Spanish (DGE)

exponer pormenorizadamente τὰ τούτων ἐχόμενα X.Oec.6.1.

Greek Monolingual

διεκπεραίνω (Α) [[εκ περαίνω]]
φέρω εις πέρας, ολοκληρώνω, αποπερατώνω.

Greek Monotonic

διεκπεραίνω: μέλ. -ᾱνῶ, φέρνω κάτι εις πέρας, ολοκληρώνω, αποπερατώνω, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

διεκπεραίνω: доводить до конца, завершать (τι Xen.; πρὶν αὐτῷ βίος διεκπερανθῇ Soph. - v. l. διεκπεραθῇ).