ἐπιχαριεντίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιχᾰριεντίζομαι:''' αποθ., [[μνημονεύω]] [[κάτι]] αστειευόμενος, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἐπιχᾰριεντίζομαι:''' αποθ., [[μνημονεύω]] [[κάτι]] αστειευόμενος, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιχᾰριεντίζομαι:''' балагурить, шутить Luc.
}}
}}

Revision as of 06:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχαριεντίζομαι Medium diacritics: ἐπιχαριεντίζομαι Low diacritics: επιχαριεντίζομαι Capitals: ΕΠΙΧΑΡΙΕΝΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: epicharientízomai Transliteration B: epicharientizomai Transliteration C: epicharientizomai Beta Code: e)pixarienti/zomai

English (LSJ)

   A quote as a good joke, Luc.Symp.12.

German (Pape)

[Seite 1002] dabei scherzen, Luc. Symp. 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχᾰριεντίζομαι: Ἀποθ., ἐπιλέγω τι χαριεντιζόμενος, Λουκ. Συμπ. ἢ Λαπίθ. 12.

French (Bailly abrégé)

badiner agréablement.
Étymologie: ἐπί, χαριεντίζομαι.

Greek Monolingual

ἐπιχαριεντίζομαι (Α)
σημειώνω κάτι ή αναφέρω ως παραπομπή κάτι για αστείο.

Greek Monotonic

ἐπιχᾰριεντίζομαι: αποθ., μνημονεύω κάτι αστειευόμενος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχᾰριεντίζομαι: балагурить, шутить Luc.