δανός: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δᾱνός:''' -ή, -όν ([[δαίω]] Α), καμμένος, [[ξηρός]], αποξηραμένος, [[ξερός]], [[καύσιμος]], σε Ομήρ. Οδ.· υπερθ., <i>δανότατος</i>, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''δᾱνός:''' -ή, -όν ([[δαίω]] Α), καμμένος, [[ξηρός]], αποξηραμένος, [[ξερός]], [[καύσιμος]], σε Ομήρ. Οδ.· υπερθ., <i>δανότατος</i>, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δᾱνός:''' [[δαίω]] II] горючий, т. е. хорошо высушенный, сухой (ξύλα Hom., Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A burnt, dry, parched, ξύλα δ. Od.15.322: Sup. ξύλα δανότατα Ar.Pax1134. (Prob. from *δᾰϝεσ-νός, cf. δαίω.)
German (Pape)
[Seite 522] (Wurzel δαF-, δαίω brennen), brennbar, ausgedörrt, dürr, trocken. Homer einmal, Odyss. 15, 322 πῦρ τ' εὖ νηῆσαι, διά τε ξύλα δανὰ κεάσσαι, var. lect. ξύλα πολλά. Vgl. Ar. Pac. 1134 ἐκκέας τῶν ξύλων ἅττ' ἂν ᾖ δανότατα τοῦ θέρους ἐκπεπρισμένα.
Greek (Liddell-Scott)
δᾱνός: -ή, -όν, (δαίω) = κεκαυμένος, ξηρός, ἀπεξηραμμένος, «τσουρουφλισμένος», ξύλα δανὰ Ὀδ. Ο. 322· ὑπερθ. ξύλα δανότατα Ἀριστοφ. Εἰρ. 1134. Πρβλ. Δανάη.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
bon à brûler ; sec (bois).
Étymologie: p. *δαϜνός, cf. δαίω.
Spanish (DGE)
(δᾱνός) -ή, -όν
• Alolema(s): δαυνός A.Fr.41a, Phot.δ 73
quemado, seco, reseco ξύλα Od.15.322, Ar.Pax 1134, Call.Fr.243, s. cont., A.l.c., de los muertos δανοῖς ἐν στομάτεσσι Call.Fr.278, cf. Paus.Gr.δ 4, Hsch., Phot.l.c.
Greek Monolingual
δανός, -ή, -όν (Α)
καμένος, ξερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαFεσνός (πρβλ. δάος)].
Greek Monotonic
δᾱνός: -ή, -όν (δαίω Α), καμμένος, ξηρός, αποξηραμένος, ξερός, καύσιμος, σε Ομήρ. Οδ.· υπερθ., δανότατος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
δᾱνός: δαίω II] горючий, т. е. хорошо высушенный, сухой (ξύλα Hom., Arph.).