πιθανολόγος: Difference between revisions
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
(6) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πῐθᾰνολόγος:''' ([[λέγω]]) , αυτός που μιλά με στόχο να [[πείσει]]. | |lsmtext='''πῐθᾰνολόγος:''' ([[λέγω]]) , αυτός που μιλά με στόχο να [[πείσει]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πῐθᾰνολόγος:''' убедительно доказывающий, внушающий доверие Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A speaking persuasively, Sch.Ar.Ra.91.
German (Pape)
[Seite 613] so sprechend, daß man wahrscheinlich macht, Schol. Ar. Th. 468.
Greek (Liddell-Scott)
πῐθᾰνολόγος: -ον, ὁ οὕτω λαλῶν ὥστε νὰ καταπείθῃ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 91.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui parle de manière à persuader, persuasif.
Étymologie: πιθανός, λέγω³.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που με τον λόγο καθιστά κάτι πιθανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιθανός + -λόγος].
Greek Monotonic
πῐθᾰνολόγος: (λέγω) , αυτός που μιλά με στόχο να πείσει.
Russian (Dvoretsky)
πῐθᾰνολόγος: убедительно доказывающий, внушающий доверие Luc.