ὑαλόχρους: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑᾰλόχρους:''' -ουν ([[χρόα]]), αυτός που έχει [[χρώμα]] γυαλιού, σε Ανθ. | |lsmtext='''ὑᾰλόχρους:''' -ουν ([[χρόα]]), αυτός που έχει [[χρώμα]] γυαλιού, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὑᾰλό-χρους, ουν, [[χρόα]]<br />[[glass]]-coloured, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:02, 10 January 2019
English (LSJ)
ουν,
A glass-coloured, AP6.211 (Leon., in acc. -χροα). [v. ὕαλος fin.]
Greek (Liddell-Scott)
ὑᾰλόχρους: ουν, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τῆς ὑάλου, Ἀνθ. Π. 6. 211 (ἐν τῇ αἰτ. -χροα). [Ἴδε ὕαλος ἐν τέλει].
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
qui a la couleur du verre.
Étymologie: ὕαλος, χρόα.
Greek Monolingual
-ουν, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. ὑαλόχροος, -οον, Α
(λόγιος τ.) αυτός που έχει το χρώμα της διαφανούς υάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος + -χρους (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. χρυσό-χρους).
Greek Monotonic
ὑᾰλόχρους: -ουν (χρόα), αυτός που έχει χρώμα γυαλιού, σε Ανθ.