πυροκλοπία: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πῠροκλοπία:''' ἡ ([[κλοπή]]), [[κλοπή]] της φωτιάς, σε Ανθ. | |lsmtext='''πῠροκλοπία:''' ἡ ([[κλοπή]]), [[κλοπή]] της φωτιάς, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πῠροκλοπία:''' ἡ похищение огня Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A theft of fire, AP6.100 (Crin., v.l. πυρι-).
German (Pape)
[Seite 823] ἡ, das Feuerstehlen des Prometheus, Ep. ad. 123 (VI, 100, Crinag.).
Greek (Liddell-Scott)
πῠροκλοπία: ἡ, κλοπὴ τοῦ πυρός, Ἀνθ. Π. 6. 100.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de dérober le feu du ciel.
Étymologie: πῦρ, κλέπτω.
Greek Monolingual
και πυρικλοπία, ἡ, Α
(σχετικά με τον Προμηθέα) η κλοπή της φωτιάς («οἷα Προμηθείης μνῆμα πυροκλοπίης», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρο-/ πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -κλοπία (< -κλοπος < κλοπός < κλέπτω), πρβλ. λογο-κλοπία].
Greek Monotonic
πῠροκλοπία: ἡ (κλοπή), κλοπή της φωτιάς, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πῠροκλοπία: ἡ похищение огня Anth.