θρασύμητις: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θρᾰσύμητις:''' -ιδος, ὁ, ἡ, = το προηγ. σε Ανθ. Π.
|lsmtext='''θρᾰσύμητις:''' -ιδος, ὁ, ἡ, = το προηγ. σε Ανθ. Π.
}}
{{elru
|elrutext='''θρᾰσύμητις:''' ιδος adj. m отважный душой, смелый духом, мужественный ([[Ἄρης]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 07:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρασύμητις Medium diacritics: θρασύμητις Low diacritics: θρασύμητις Capitals: ΘΡΑΣΥΜΗΤΙΣ
Transliteration A: thrasýmētis Transliteration B: thrasymētis Transliteration C: thrasymitis Beta Code: qrasu/mhtis

English (LSJ)

ιδος, ὁ, ἡ,= foreg., AP6.324 (Leon. Alex.).

German (Pape)

[Seite 1216] Ἄρης, dasselbe, Leon. Al. 19 (VI, 324).

Greek (Liddell-Scott)

θρᾰσύμητις: -ιδος, ἡ, = τῷ προηγ. Ἀνθ. Π. 324.

Greek Monolingual

θρασύμητις, -ιδος, ὁ, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.) ο θρασυμήδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + μήτις «σύνεση, σκέψη»].

Greek Monotonic

θρᾰσύμητις: -ιδος, ὁ, ἡ, = το προηγ. σε Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θρᾰσύμητις: ιδος adj. m отважный душой, смелый духом, мужественный (Ἄρης Anth.).