Κρονίδης: Difference between revisions

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Κρονίδης:''' [ῐ], -ου, ὁ, πατρωνυμ., ο [[γιος]] του Κρόνου, δηλ. ο Δίας, σε Όμηρ.
|lsmtext='''Κρονίδης:''' [ῐ], -ου, ὁ, πατρωνυμ., ο [[γιος]] του Κρόνου, δηλ. ο Δίας, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''Κρονίδης:''' дор. Κρονίδᾱς, ου (ῐ) ὁ (gen.: ион. Κρονίδεω, дор. Κρονίδαο; дор. dat. Κρονίδᾳ; дор. gen. pl. Κρονιδᾶν) Кронид, сын Крона, т. е. Зевс; κ. [[βύθιος]] - см. [[βύθιος]].
}}
}}

Revision as of 23:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κρονίδης Medium diacritics: Κρονίδης Low diacritics: Κρονίδης Capitals: ΚΡΟΝΙΔΗΣ
Transliteration A: Kronídēs Transliteration B: Kronidēs Transliteration C: Kronidis Beta Code: *kroni/dhs

English (LSJ)

[ῐ], ου, ὁ, Patron.,

   A son of Cronos, i.e. Zeus, Il.1.498, al.; Ζεὺς K. 2.111, al.    II Lacon. Κρονίδαρ, an aged man, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

Κρονίδης: ῐ, ου, ὁ, πατρωνυμ., υἱὸς τοῦ Κρόνου, δηλ. ὁ Ζεύς, συχνὸν παρ' Ὁμ., καὶ συνημμένως Ζεὺς Κρονίδης· πρβλ. Κρονίων, Κρόνος· ― γέρων, γηραλέος ἄνθρωπος, Ἡσύχ. ― Λακων. Κρονίδαρ, «πολυετὴς» παρὰ τῷ αὐτῷ, πρβλ. Müller Hist. of Lit. σ. 88Ε. Τρ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
fils de Cronos, càd Zeus.
Étymologie: Κρόνος.

English (Autenrieth)

son of Cronus, Zeus, often used alone without Ζεύς, Il. 4.5.

Greek Monolingual

Κρονίδης, ὁ (Α)
1. ο γιος του θεού Κρόνου, ο Ζευς («Ὦ πάτερ ἡμέτερε, Κρονίδη...» Ομ. Ιλ.)
2. στον πληθ. oἱ Κρονίδαι
οι απόγονοι του Κρόνου («Κρονίδαι μάκαρες», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος + πατρων. κατάλ. -ίδης (πρβλ. Κεχροπ-ίδης, Κενταυρ-ίδης)].

Greek Monotonic

Κρονίδης: [ῐ], -ου, ὁ, πατρωνυμ., ο γιος του Κρόνου, δηλ. ο Δίας, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

Κρονίδης: дор. Κρονίδᾱς, ου (ῐ) ὁ (gen.: ион. Κρονίδεω, дор. Κρονίδαο; дор. dat. Κρονίδᾳ; дор. gen. pl. Κρονιδᾶν) Кронид, сын Крона, т. е. Зевс; κ. βύθιος - см. βύθιος.