εὕρεσις: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὕρεσις:''' -εως, ἡ ([[εὑρεῖν]]), [[εύρεση]], [[ανακάλυψη]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''εὕρεσις:''' -εως, ἡ ([[εὑρεῖν]]), [[εύρεση]], [[ανακάλυψη]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὕρεσις:''' εως ἡ нахождение, обнаруживание (τῶν ὄντων Plat.; θησαυροῦ Arst.).
}}
}}

Revision as of 21:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὕρεσις Medium diacritics: εὕρεσις Low diacritics: εύρεσις Capitals: ΕΥΡΕΣΙΣ
Transliteration A: heúresis Transliteration B: heuresis Transliteration C: eyresis Beta Code: eu(/resis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A a finding, discovery, Pl.R.336e, Cra.436a; οὐχ εὕ. τοῦτ' ἔστιν, ἀλλ' ἀφαίρεσις Men.Epit.102.    II of writings, invention, conception, παρασκευήν, ἣν οἱ παλαιοὶ καλοῦσιν εὕρεσιν, opp. χρῆσις, D.H.Dem.51, cf. Stoic.2.96.

German (Pape)

[Seite 1092] ἡ, das Auffinden, Erfinden, die Erfindung, Plat. Phaedr. 236 a Crat. 436 a u. öfter, wie bei Folgdn einzeln. Die Form εὕρησις selten bei Sp., wie Apolld. 3, 3, 1; vgl. Lob. zu Phryn. 446.

Greek (Liddell-Scott)

εὕρεσις: -εως, ἡ, τὸ εὑρίσκειν, ἀνακάλυψις, Πλάτ. Πολ. 336Ε. Κρατ. 436Α, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ συγγραφῆς, ἐπίνοια νοημάτων ἁρμοδίων (ὁ τεχνικὸς ὅρος εἶναι παρασκευή), Διον. Ἁλ. π. Δημ. 51· πρβλ. εὕρησις.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
invention, découverte.
Étymologie: εὑρίσκω.

Greek Monotonic

εὕρεσις: -εως, ἡ (εὑρεῖν), εύρεση, ανακάλυψη, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

εὕρεσις: εως ἡ нахождение, обнаруживание (τῶν ὄντων Plat.; θησαυροῦ Arst.).