σταύρωσις: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σταύρωσις:''' ἡ, [[περίφραξη]] με πασσάλους, [[θανάτωση]] σε σταυρό, σε Θουκ.
|lsmtext='''σταύρωσις:''' ἡ, [[περίφραξη]] με πασσάλους, [[θανάτωση]] σε σταυρό, σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=σταύρωσις -εως, ἡ [σταυρόω] palissade.
}}
}}

Revision as of 11:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταύρωσις Medium diacritics: σταύρωσις Low diacritics: σταύρωσις Capitals: ΣΤΑΥΡΩΣΙΣ
Transliteration A: staúrōsis Transliteration B: staurōsis Transliteration C: stayrosis Beta Code: stau/rwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A stockade, Th.7.25.

German (Pape)

[Seite 930] ἡ, das Einschlagen der Pfähle u. Befestigen mit Pallisaden, Thuc. 7, 25. – Die Kreuzigung, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

σταύρωσις: ἡ, ἡ τοποθέτησις σταυρωμάτων ἢ χαρακωμάτων, ἡ διὰ σκολόπων περίφραξις, Θουκ. 7. 25. ΙΙ. προσήλωσις εἰς σταυρόν, ἀνασκολόπισις, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’enclore de palissades.
Étymologie: σταυρόω.

Greek Monotonic

σταύρωσις: ἡ, περίφραξη με πασσάλους, θανάτωση σε σταυρό, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταύρωσις -εως, ἡ [σταυρόω] palissade.