κηροπαγής: Difference between revisions
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κηροπᾰγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), δεμένος με [[κερί]], σε Ανθ. | |lsmtext='''κηροπᾰγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), δεμένος με [[κερί]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κηροπᾰγής:''' Anth. = [[κηροδέτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:55, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A fastened with wax, θαλάμαι AP6.239 (Apollonid.), cf. Man.1.242.
German (Pape)
[Seite 1433] ές, aus Wachs zusammengefügt; θαλάμαι, Bienenzellen, Apollnds. 6 (VI, 239); τρίχες Maneth. 1, 242.
Greek (Liddell-Scott)
κηροπᾰγής: -ές, ἐστερεωμένος, ἐστηριγμένος, κεκολλημένος διὰ κηροῦ, Ἀνθολ. Π. 6. 239. Μανέθ. 1. 242.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
collé avec de la cire.
Étymologie: κηρός, πήγνυμι.
Greek Monolingual
κηροπαγής, -ές (Α)
1. συναρμοσμένος, στερεωμένος, κολλημένος με κερί
2. κατασκευασμένος με κερί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -παγής (< θ. παγ- του πήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β' ε-πάγ-ην), πρβλ. δορυ-παγής, προσωπο-παγής].
Greek Monotonic
κηροπᾰγής: -ές (πήγνυμι), δεμένος με κερί, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κηροπᾰγής: Anth. = κηροδέτης.