δύσομβρος: Difference between revisions
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δύσομβρος:''' -ον, [[θυελλώδης]], [[τρικυμιώδης]], σε Σοφ. | |lsmtext='''δύσομβρος:''' -ον, [[θυελλώδης]], [[τρικυμιώδης]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δύσομβρος:''' подобный разрушительному ливню, бурный: [[δύσομβρα]] [[βέλα]] Soph. сильные ливни. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A stormy: metaph., βέλη S.Ant.358 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
δύσομβρος: -ον, τρικυμιώδης, θυελλώδης, ῥαγδαῖος, Σοφ. Ἀντ. 358.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tombe comme une pluie violente.
Étymologie: δυσ-, ὄμβρος.
Spanish (DGE)
-ον de lluvia inclemente fig. βέλη S.Ant.358.
Greek Monolingual
δύσομβρος, -ον (Α)
τρικυμιώδης, θυελλώδης.
Greek Monotonic
δύσομβρος: -ον, θυελλώδης, τρικυμιώδης, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
δύσομβρος: подобный разрушительному ливню, бурный: δύσομβρα βέλα Soph. сильные ливни.