ταρίχευσις: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τᾰρίχευσις:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[βαλσάμωμα]], [[ταρίχευση]], λέγεται για τις μούμιες, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αλάτισμα]], [[πάστωμα]], λέγεται για ψάρια, στον ίδ. | |lsmtext='''τᾰρίχευσις:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[βαλσάμωμα]], [[ταρίχευση]], λέγεται για τις μούμιες, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αλάτισμα]], [[πάστωμα]], λέγεται για ψάρια, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τᾰρίχευσις:''' εως (ῑχ) ἡ Her. = [[ταριχεία]] 1 и 2. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A embalming, of mummies, Hdt.2.85,88. 2 pickling, salting, of fish, Id.4.53, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ταρίχευσις: ἡ, τὸ ταριχεύειν νεκρὰ σώματα, Ἡρόδ. 2. 85, 88. 2) τὸ ἁλάτισμα ἰχθύων, ὁ αὐτ. 4. 53, πρβλ. ταριχεία.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
c. ταριχεία.
Étymologie: ταριχεύω.
Greek Monotonic
τᾰρίχευσις: ἡ,
1. βαλσάμωμα, ταρίχευση, λέγεται για τις μούμιες, σε Ηρόδ.
2. αλάτισμα, πάστωμα, λέγεται για ψάρια, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰρίχευσις: εως (ῑχ) ἡ Her. = ταριχεία 1 и 2.