προκηρυκεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προκηρῡκεύομαι:''' αποθ., [[προκηρύσσω]] με κήρυκα, σε Αισχίν.
|lsmtext='''προκηρῡκεύομαι:''' αποθ., [[προκηρύσσω]] με κήρυκα, σε Αισχίν.
}}
{{elnl
|elnltext=προκηρυκεύομαι [προκηρύσσω] onderhandelingen aanknopen.
}}
}}

Revision as of 11:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκηρῡκεύομαι Medium diacritics: προκηρυκεύομαι Low diacritics: προκηρυκεύομαι Capitals: ΠΡΟΚΗΡΥΚΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: prokērykeúomai Transliteration B: prokērykeuomai Transliteration C: prokirykeyomai Beta Code: prokhrukeu/omai

English (LSJ)

   A have proclaimed by herald, give public notice, Is.Fr.162.    2 negotiate by herald, περὶ σπονδῶν And.3.3; πρός τινας Aeschin.2.172.

German (Pape)

[Seite 730] dep. med., durch den Herold ausrufen od. verkündigen lassen, Isae. bei Poll. 4, 94; περὶ σπονδῶν, Unterhandlungen anknüpfen, Andoc. 3, 3; πρός τινα, Aesch. 2, 172; D. Cass. oft.

Greek (Liddell-Scott)

προκηρῡκεύομαι: ἀποθ., προκηρύσσω διὰ κήρυκος, δημοσίᾳ ἀναγγέλλω, Ἰσαῖ. παρὰ Πολυδ. Δ΄, 94· διὰ κήρυκος διαπραγματεύομαι, περί τινος Ἀνδοκ. 23. 45· πρός τινα Αἰσχίν. 51. 14.

French (Bailly abrégé)

faire annoncer par un héraut.
Étymologie: πρό, κηρυκεύω.

Greek Monolingual

Α
1. κοινοποιώ, γνωστοποιώ δημόσια διά μέσου κήρυκα
2. διαπραγματεύομαι διά μέσου κήρυκα («προκηρυκεύεσθαι περὶ σπονδῶν», Ανδοκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κηρυκεύω «γνωστοποιώ, διακηρύσσω»].

Greek Monotonic

προκηρῡκεύομαι: αποθ., προκηρύσσω με κήρυκα, σε Αισχίν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προκηρυκεύομαι [προκηρύσσω] onderhandelingen aanknopen.