ὑμνητός: Difference between revisions
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑμνητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ὑμνέω]], εξυμνούμενος, εγκωμιαζόμενος, δοξολογούμενος, σε Πίνδ. | |lsmtext='''ὑμνητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ὑμνέω]], εξυμνούμενος, εγκωμιαζόμενος, δοξολογούμενος, σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑμνητός:''' [adj. verb. к [[ὑμνέω]] достойный прославления ([[ἀνήρ]] Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A sung of, praised, lauded, εὐδαίμων καὶ ὑ. Pi.P.10.22, cf. 11.61, LXXDa.3.56.
German (Pape)
[Seite 1178] adj. verb. von ὑμνέω, besungen, gepriesen, preiswürdig; Pind. ἀνὴρ εὐδαίμων καὶ ὑμνητός, P. 10, 22, vgl. 11, 61.
Greek (Liddell-Scott)
ὑμνητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐξυμνούμενος, ἐπαινούμενος, εὐδαίμων καὶ ὑμν. Πινδ. Π. 10. 34, πρβλ. 11. 93.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
digne d’être chanté ou célébré.
Étymologie: ὑμνέω.
English (Slater)
ὑμνητός
1 celebrated in song εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς (P. 10.22) Ἰόλαον, ὑμνητὸν ἐόντα (P. 11.61)
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ὑμνῶ
αυτός που εξυμνείται, που επαινείται.
Greek Monotonic
ὑμνητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ὑμνέω, εξυμνούμενος, εγκωμιαζόμενος, δοξολογούμενος, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑμνητός: [adj. verb. к ὑμνέω достойный прославления (ἀνήρ Pind.).