ἀνδρότης: Difference between revisions

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source
(3)
(1a)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνδρότης:''' -ητος, ἡ = [[ἀνδρεία]]· πρβλ. [[ἁδροτής]].
|lsmtext='''ἀνδρότης:''' -ητος, ἡ = [[ἀνδρεία]]· πρβλ. [[ἁδροτής]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[manliness]], [[manhood]], [[courage]], = [[ἀνδρεία]]: cf. [[ἁδροτής]].
}}
}}

Revision as of 16:10, 9 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρότης: -ητος, καὶ ἀνδροτής, ῆτος, ἡ, ἀνδροσύνη, ἀνδρεία, λιποῦσ᾽ ἀνδροτῆτα καὶ ἤδην Ἰλ. Χ. 363. - Φίντυς παρὰ Στοβ. 444. 13: - περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. ἔνθ᾽ ἀν, ἴδε ἐν λέξει ἀνδροτής.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
c. ἁδροτής.
Étymologie: ἀνήρ.

Spanish (DGE)

-ῆτος, ἡ
1 edad viril (ψυχή) λιποῦσ' ἀνδροτῆτα καὶ ἥβην Il.16.857 = Pl.R.386d.
2 valor ποθέων ἀνδροτῆτά τε καὶ μένος Il.24.6, cf. Phint.36.

Greek Monotonic

ἀνδρότης: -ητος, ἡ = ἀνδρεία· πρβλ. ἁδροτής.

Middle Liddell


manliness, manhood, courage, = ἀνδρεία: cf. ἁδροτής.