ἀνούτατος: Difference between revisions
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνούτᾰτος:''' -ον ([[οὐτάω]]), αυτός που δεν χτυπήθηκε από [[σπαθί]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἀνούτᾰτος:''' -ον ([[οὐτάω]]), αυτός που δεν χτυπήθηκε από [[σπαθί]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνούτᾰτος:''' нераненный, незадетый (χαλκῷ Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unwounded bv stroke of sword, ἄβλητος καὶ ἀ. 11.4.540, cf. A.R.2.75. II invulnerable, Nonn.D.16.157,al. III where no wounds are inflicted, ἀγωνες ib.37.774.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνούτᾰτος: -ον, (οὐτάω) ὁ μὴ ἐκ τοῦ ἐγγὺς ξίφει τρωθείς, ἀνούτατος ὀξέϊ χαλκῷ Ἰλ. Δ. 540, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 125.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non blessé.
Étymologie: ἀ, οὐτάω.
English (Autenrieth)
unwounded, Il. 4.540†. See οὐτάω.
Spanish (DGE)
(ἀνούτᾰτος) -ον
1 ileso, ἀνήρ ... ἄβλητος καὶ ἀ. Il.4.540, Polideuces, A.R.2.75, cf. Hsch.
2 invulnerable, Διόνυσος Nonn.D.16.157.
3 en que no se hiere ἀγῶνες Nonn.D.37.774.
Greek Monolingual
ἀνούτατος και ἀνούτητος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν πληγώθηκε από χτύπημα ξίφους
2. ο άτρωτος
3. (για αγώνες) αυτός στον οποίο δεν επιτρέπονται χτυπήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουτάω «χτυπώ με όπλο»].
Greek Monotonic
ἀνούτᾰτος: -ον (οὐτάω), αυτός που δεν χτυπήθηκε από σπαθί, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνούτᾰτος: нераненный, незадетый (χαλκῷ Hom.).