ἀντακαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντᾰκαῖος:''' ὁ, είδος ψαριού, «[[μουρούνα]]», [[ξιφίας]], σε Ηρόδ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''ἀντᾰκαῖος:''' ὁ, είδος ψαριού, «[[μουρούνα]]», [[ξιφίας]], σε Ηρόδ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντακαῖος:''' ὁ антакей (рыба из семейства осетровых) Her.
}}
}}

Revision as of 16:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντᾰκαῖος Medium diacritics: ἀντακαῖος Low diacritics: αντακαίος Capitals: ΑΝΤΑΚΑΙΟΣ
Transliteration A: antakaîos Transliteration B: antakaios Transliteration C: antakaios Beta Code: a)ntakai=os

English (LSJ)

ὁ, a sort of

   A sturgeon, Hdt.4.53, Lync.1.9, Ael.NA14.23.    2 Adj., τάριχος ἀν καῖον Antiph.186.

German (Pape)

[Seite 243] ὁ, eine Störart, Her. 4, 53; τάριχος ἀντακαῖον, Kaviar, Antiphan. Ath. III, 118 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντακαῖος: ὁ, εἶδος μεγάλου ἰχθύος διαιτωμένου κυρίως ἐν ποταμοῖς, ὡς ἐν τῷ Βορισθένει καὶ τῷ Ἴστρῳ, πιθαν. ὁ ὀξύρρυγχος, κοιν. «μουροῦνα», Λυγκ. ἐν «Κενταύρῳ» 1. 9, Αἰλ. π. Ζ.14. 23. 2) ὡς ἐπίθ., τάριχος ἀντακαῖον, «χαβιάρι», Ἀντιφάν. ἐν «Παρασίτῳ» 3.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte d’esturgeon, poisson.
Étymologie: DELG prob. emprunt.

Spanish (DGE)

-ον
1 de esturión τάριχος Antiph.186.
2 subst. τὸ ἀ. caviar, PSI 535.35 (III a.C.), PLond.2141.11 (III a.C.). < ἀντακαῖος ἀντακάς· > ἀντακαῖος, -ου, ὁ
esturión Hdt.4.53, Lync.1.9, Ael.NA 14.23, Hsch.

Greek Monolingual

ἀντακαῑος, ο (Α)
1. είδος ψαριού της Κασπίας και των ποταμών της Σκυθίας
2. ως επίθ. «τάριχος ἀντακαῑον» — το χαβιάρι.

Greek Monotonic

ἀντᾰκαῖος: ὁ, είδος ψαριού, «μουρούνα», ξιφίας, σε Ηρόδ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀντακαῖος: ὁ антакей (рыба из семейства осетровых) Her.