Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀντιφορτίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
(3)
 
(1a)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιφορτίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, [[παίρνω]] φορτίο ως [[επιστροφή]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[εισάγω]] [[ανταλλαγή]] ως προς τις εξαγωγές, σε Ξεν.· επίσης ως Παθ., παραλαμβάνομαι ως [[αντάλλαγμα]] για το [[φόρτωμα]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἀντιφορτίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, [[παίρνω]] φορτίο ως [[επιστροφή]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[εισάγω]] [[ανταλλαγή]] ως προς τις εξαγωγές, σε Ξεν.· επίσης ως Παθ., παραλαμβάνομαι ως [[αντάλλαγμα]] για το [[φόρτωμα]], στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> Mid. to [[take]] in a [[return]] [[cargo]], Dem.<br /><b class="num">II.</b> to [[import]] in [[exchange]] for exports, Xen.: also as Pass., to be [[received]] in [[exchange]] for the [[cargo]], Xen.
}}
}}

Revision as of 13:40, 9 January 2019

Greek Monotonic

ἀντιφορτίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, παίρνω φορτίο ως επιστροφή, σε Δημ.
II. εισάγω ανταλλαγή ως προς τις εξαγωγές, σε Ξεν.· επίσης ως Παθ., παραλαμβάνομαι ως αντάλλαγμα για το φόρτωμα, στον ίδ.

Middle Liddell


I. Mid. to take in a return cargo, Dem.
II. to import in exchange for exports, Xen.: also as Pass., to be received in exchange for the cargo, Xen.