ἀξιακρόατος: Difference between revisions
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀξιακρόᾱτος:''' -ον ([[ἀκροάομαι]]), αυτός που αξίζει να τον ακούσει [[κάποιος]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀξιακρόᾱτος:''' -ον ([[ἀκροάομαι]]), αυτός που αξίζει να τον ακούσει [[κάποιος]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀξιακρόᾱτος:''' Xen. = [[ἀξιάκουστος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A worth listening to, Id.Lac.4.2 (in Sup. -ότατος).
German (Pape)
[Seite 269] dasselbe, im superl., Xen. Lac. 4, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιακρόᾱτος: -ον, ὁ ἄξιος ἀκροάσεως, Ξεν. Λακ. 4. 2· ἐν τῷ ὑπερθ. -ότατος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
digne d’être écouté.
Étymologie: ἄξιος, ἀκροάομαι.
Spanish (DGE)
-ον digno de escucharse χορός X.Lac.4.2.
Greek Monolingual
ἀξιακρόατος, -ον (Α)
ο αξιάκουστος.
Greek Monotonic
ἀξιακρόᾱτος: -ον (ἀκροάομαι), αυτός που αξίζει να τον ακούσει κάποιος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀξιακρόᾱτος: Xen. = ἀξιάκουστος.