ἀντιπρεσβεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιπρεσβεύομαι:''' μέλ. <i>-σομαι</i>, Μέσ., [[αποστέλλω]] πρέσβεις με τη [[σειρά]] μου, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀντιπρεσβεύομαι:''' μέλ. <i>-σομαι</i>, Μέσ., [[αποστέλλω]] πρέσβεις με τη [[σειρά]] μου, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιπρεσβεύομαι:''' отправлять и со своей стороны послов Thuc., Luc.
}}
}}

Revision as of 16:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπρεσβεύομαι Medium diacritics: ἀντιπρεσβεύομαι Low diacritics: αντιπρεσβεύομαι Capitals: ΑΝΤΙΠΡΕΣΒΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: antipresbeúomai Transliteration B: antipresbeuomai Transliteration C: antipresveyomai Beta Code: a)ntipresbeu/omai

English (LSJ)

Med.,

   A send counter-ambassadors, Th.6.75, Luc. Peregr.16: c. dat., Paus.7.9.5:—Act. in Aristid.1.372J., App.Mith. 87.

German (Pape)

[Seite 259] dagegen, ebenfalls Gesandteschicken, Thuc. 4, 118. 6, 75; act., Pol. 8, 138.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπρεσβεύομαι: μέσ., ἀποστέλλω πρέσβεις πρός τινα ὅπως ἀντιπράξωσι κατὰ τῶν πεμφθέντων ὑπ’ ἄλλου, ἀντεπρεσβεύοντο καὶ αὐτοὶ Θουκ. 6.75, Λουκ. Περεγρ. 16· μετὰ δοτ. Παυσ. 7.9, 5.

French (Bailly abrégé)

envoyer une ambassade à son tour ou en retour.
Étymologie: ἀντί, πρεσβεύω.

Greek Monolingual

ἀντιπρεσβεύομαι (Α)
στέλνω σε ανταπάντηση πρέσβεις σε κάποιον που έστειλε πρέσβεις προηγουμένως.

Greek Monotonic

ἀντιπρεσβεύομαι: μέλ. -σομαι, Μέσ., αποστέλλω πρέσβεις με τη σειρά μου, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπρεσβεύομαι: отправлять и со своей стороны послов Thuc., Luc.