ἐξανάλωσις: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξανάλωσις:''' -εως, ἡ (ἐξανᾱλίσκω), [[πλήρης]], ολοκληρωτική [[κατανάλωση]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐξανάλωσις:''' -εως, ἡ (ἐξανᾱλίσκω), [[πλήρης]], ολοκληρωτική [[κατανάλωση]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξανάλωσις:''' εως (ᾱλ) ἡ израсходование, истощение, уничтожение (τῆς δυνάμεως Plut.).
}}
}}

Revision as of 09:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανάλωσις Medium diacritics: ἐξανάλωσις Low diacritics: εξανάλωσις Capitals: ΕΞΑΝΑΛΩΣΙΣ
Transliteration A: exanálōsis Transliteration B: exanalōsis Transliteration C: eksanalosis Beta Code: e)cana/lwsis

English (LSJ)

[ᾱλ], εως, ἡ,

   A entire consumption, τῆς δυνάμεως Plu.Marc. 24.

German (Pape)

[Seite 868] ἡ, der gänzliche Verbrauch, das Aufreiben, Plut. Marcell. 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανάλωσις: -εως, ἡ, ἐντελὴς ἀνάλωσις, τῆς δυνάμεως ἐξανάλωσιν Πλουτ. Μάρκελλ. 24.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de perdre, de ruiner complètement.
Étymologie: ἐξ, ἀναλίσκω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ

• Alolema(s): -ήλωσις PSI 604.15 (III a.C.), SB 10850.13 (III a.C.)
gasto, consunción c. gen. obj. τῆς δυνάμεως Plu.Marc.24, de bienes materiales PSI l.c., SB l.c.

Greek Monolingual

ἐξανάλωσις, η (Α) εξαναλίσκω
ολοκληρωτική ανάλωση, καταδαπάνηση, φθορά, καταστροφή («τῆς δυνάμεως ἐξανάλωσιν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ἐξανάλωσις: -εως, ἡ (ἐξανᾱλίσκω), πλήρης, ολοκληρωτική κατανάλωση, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξανάλωσις: εως (ᾱλ) ἡ израсходование, истощение, уничтожение (τῆς δυνάμεως Plut.).