μεταπηδάω: Difference between revisions

From LSJ

εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταπηδάω:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, [[πηδώ]] από ένα [[μέρος]] σε [[άλλο]], [[πηδώ]] εδώ κι [[αλλού]], σε Λουκ.
|lsmtext='''μεταπηδάω:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, [[πηδώ]] από ένα [[μέρος]] σε [[άλλο]], [[πηδώ]] εδώ κι [[αλλού]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταπηδάω:''' перепрыгивать, перескакивать Sext., Luc.
}}
}}

Revision as of 23:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπηδάω Medium diacritics: μεταπηδάω Low diacritics: μεταπηδάω Capitals: ΜΕΤΑΠΗΔΑΩ
Transliteration A: metapēdáō Transliteration B: metapēdaō Transliteration C: metapidao Beta Code: metaphda/w

English (LSJ)

   A leap from one place to another, hop or spring about, ἀπ' ἄλλου πρὸς ἕτερον ἀκρεμόνα Agatharch.51, cf. Luc.Gall.1, Syr.D. 36, Gal.UP10.12: metaph., S.E.M.9.97.    II leap among, τισι App.Hann.23.

German (Pape)

[Seite 152] umspringen, von einem Orte fort nach einem andern hinspringen; S. Emp. adv. phys. 1, 97; Luc. Gall. 1; – nachspringen, App. Hann. 23.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπηδάω: πηδῶ ἀπὸ τοῦ ἑνὸς τόπου εἰς τὸν ἕτερον, πηδῶ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 1, π. τῆς Συρ. Θεοῦ 36. ΙΙ. πηδῶ μεταξύ, τισι Ἀππ. Ἀννιβαλικ. 23.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
sauter d’un endroit à un autre.
Étymologie: μετά, πηδάω.

Greek Monotonic

μεταπηδάω: μέλ. -ήσομαι, πηδώ από ένα μέρος σε άλλο, πηδώ εδώ κι αλλού, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μεταπηδάω: перепрыгивать, перескакивать Sext., Luc.