τρίπολος: Difference between revisions
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρίπολος:''' -ον ([[πολέω]]), [[τρεις]] φορές οργωμένος, σε Όμηρ., Ησίοδ. | |lsmtext='''τρίπολος:''' -ον ([[πολέω]]), [[τρεις]] φορές οργωμένος, σε Όμηρ., Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρίπολος:''' (ῐ) трижды вспахиваемый, т. е. весьма плодородный ([[ἄρουρα]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A thrice turned up, thrice ploughed, νειός Il.18.542, Od.5.127, Hes.Th.971; ἴκελον τὸ ξύμπαν τριπόλῳ νειῷ (τοιποδονίῳ codd.), of an elephant's skin, Aret. SD2.13.
German (Pape)
[Seite 1146] dreimal gewendet, gepflügt, dreimal zu pflügen, von sehr fruchtdarem Saatlande, das dreimal im Jahre trägt oder tragen kann; Il. 18, 542 Od. 5, 127; Hes. Th. 971.
Greek (Liddell-Scott)
τρίπολος: -ον, ἐπὶ ἀρούρας, ἡ τρὶς ἀροθεῖσα, πίειραν ἄρουραν, εὐρεῖαν τρίπολον Ἰλ. Σ. 542, Ὀδ. Ε. 127· νειῷ ἐνὶ τριπόλῳ Ἡσ. Θεογον. 971.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
labouré ou qu’on peut labourer trois fois ; très fertile.
Étymologie: τρίς, πολέω.
English (Autenrieth)
(πολέω): thrice turned, i. e. thrice ploughed.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για χωράφι) αυτός που οργώθηκε τρεις φορές (α. «νειῷ ἐνὶ τριπόλῳ», Θεόκρ.
β. πίειραν ἄρουραν, εὐρεῑαν, τρίπολον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πόλος (< πέλομαι)].
Greek Monotonic
τρίπολος: -ον (πολέω), τρεις φορές οργωμένος, σε Όμηρ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
τρίπολος: (ῐ) трижды вспахиваемый, т. е. весьма плодородный (ἄρουρα Hom.).