ξυστοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ξυστοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κρατάει [[δόρυ]], [[ακόντιο]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ξυστοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κρατάει [[δόρυ]], [[ακόντιο]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξυστοφόρος:''' копьеносный, вооруженный копьем (ἱππεῖς Xen., Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A lance-bearing, of horsemen, X.Cyr.7.5.41, 8.3.16, Plb.5.53.2, D.S.19.27, Ascl.Tact.2.12, Arr.Tact.4.4, Plu. Flam.17.
German (Pape)
[Seite 283] Stangen-, Lanzenträger, Xen. Cyr. 7, 5, 41. 8, 3, 16 u. Sp., wie Pol., ἱππεῖς 5, 53, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ξυστοφόρος: -ον, ὁ φέρων δόρυ, ἐπὶ ἱππέων, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 41., 8. 3, 16, Πολύβ. 5. 53, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
porteur d’une javeline, garde.
Étymologie: ξυστόν, φέρω.
Greek Monolingual
ξυστοφόρος, -ον (Α)
(για ιππέα) οπλισμένος με δόρυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστόν «δόρυ» + -φόρος].
Greek Monotonic
ξυστοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κρατάει δόρυ, ακόντιο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ξυστοφόρος: копьеносный, вооруженный копьем (ἱππεῖς Xen., Polyb.).