τριπιθήκινος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρῐπῐθήκῐνος:''' -η, -ον, [[τρεις]] φορές ή [[ολότελα]] [[πιθηκοειδής]], σε Ανθ.
|lsmtext='''τρῐπῐθήκῐνος:''' -η, -ον, [[τρεις]] φορές ή [[ολότελα]] [[πιθηκοειδής]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐπῐθήκῐνος:''' трижды, т. е. вполне обезьяний ([[ῥύγχος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 05:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριπῐθήκῐνος Medium diacritics: τριπιθήκινος Low diacritics: τριπιθήκινος Capitals: ΤΡΙΠΙΘΗΚΙΝΟΣ
Transliteration A: tripithḗkinos Transliteration B: tripithēkinos Transliteration C: tripithikinos Beta Code: tripiqh/kinos

English (LSJ)

η, ον,

   A thrice or throughly apish, ῥύγχος AP11.196 (Lucill.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐπῐθήκῐνος: -η, -ον, τρὶς πιθήκινος, ὅλως πιθηκοειδής, ῥύγχος ἔχουσα Βιτὼ τριπιθήκινον, οἷον ἰδοῦσαν τὴν Ἑκάτην [αὑτὴν] οἴομ’ ἀπαγχονίσαι Ἀνθ. Π. 11. 196.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
trois fois aussi laid qu’un singe.
Étymologie: τρεῖς, πίθηκος.

Greek Monolingual

-ηκίνη, -ον, Α
τελείως πιθηκοειδήςῥύγχος ἔχουσα Βιτώ τριπιθήκινον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι- + πίθηκος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].

Greek Monotonic

τρῐπῐθήκῐνος: -η, -ον, τρεις φορές ή ολότελα πιθηκοειδής, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐπῐθήκῐνος: трижды, т. е. вполне обезьяний (ῥύγχος Anth.).