Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπίπερκνος: Difference between revisions

From LSJ
Menander, fragment 761
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίπερκνος:''' -ον, αυτός που είναι κάπως [[σκούρος]], λέγεται για το [[χρώμα]] συγκεκριμένων [[λαγών]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐπίπερκνος:''' -ον, αυτός που είναι κάπως [[σκούρος]], λέγεται για το [[χρώμα]] συγκεκριμένων [[λαγών]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίπερκνος:''' v. l. ἐπί-περκος 2 черноватый, темноватый ([[λαγώς]] Xen.).
}}
}}

Revision as of 09:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίπερκνος Medium diacritics: ἐπίπερκνος Low diacritics: επίπερκνος Capitals: ΕΠΙΠΕΡΚΝΟΣ
Transliteration A: epíperknos Transliteration B: epiperknos Transliteration C: epiperknos Beta Code: e)pi/perknos

English (LSJ)

ον,

   A somewhat dark, of grapes ripening: hence, of the colour of certain hares, X. Cyn.5.22, Poll.5.67.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπερκνος: -ον, κἄπως μέλας, ἐπὶ σταφυλῶν ὡριμαζουσῶν· ἐντεῦθεν ἐπὶ τοῦ χρώματος λαγωῶν τινων, Ξεν. Κυν. 5, 22 (ὑποδεέστερα ἀντίγραφα ἔχουσιν ἐπίπερκος), Πολυδ. Ε΄, 67.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
noirâtre.
Étymologie: ἐπί, περκνός.

Greek Monolingual

ἐπίπερκνος, -ον και ἐπίπερκος, -ον (Α) περκνός
μαυρειδερός, μελανόχρωμος, κυρίως για σταφύλια που ωριμάζουν και ειδ. για το χρώμα μερικών λαγών («δύο τὰ γένη αὐτῶν [τῶν λαγωῶν]
οἱ μὲν γὰρ μεγάλοι ἐπίπερκνοι», Ξεν.).

Greek Monotonic

ἐπίπερκνος: -ον, αυτός που είναι κάπως σκούρος, λέγεται για το χρώμα συγκεκριμένων λαγών, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίπερκνος: v. l. ἐπί-περκος 2 черноватый, темноватый (λαγώς Xen.).