χλιδανός: Difference between revisions
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χλῑδᾰνός:''' -ή, -όν ([[χλιδή]]), [[πολυτελής]], [[τρυφηλός]], [[φιλήδονος]], σε Αισχύλ., Ευρ. | |lsmtext='''χλῑδᾰνός:''' -ή, -όν ([[χλιδή]]), [[πολυτελής]], [[τρυφηλός]], [[φιλήδονος]], σε Αισχύλ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χλῐδᾰνός:''' любящий наслаждения, сладострастный, изнеженный ([[ἥβη]] Aesch.; ἕταιρα Eur.; [[Ἀλκιβιάδης]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν, Aeol. χλίδᾰνος [ῐ], α, ον,
A luxurious, delicate, voluptuous, Sapph. Supp.21.8; χλιδανῆς ἥβης τέρψιν A.Pers.544 (anap.); ἑταίρα E.Cyc. 500 (lyr.); of Alcibiades, Plu.Alc.23; cf. χλιδή sub fin.
German (Pape)
[Seite 1359] weichlich, zärtlich, schwelgerisch; Aesch. Pers. 536; χλιδανῆς ἔχων ἑταίρας βόστρυχον Eur. Cycl. 497; u. in späterer Prosa, wie Plut. Alcib. 23; – adv., Poll.
Greek (Liddell-Scott)
χλῐδᾰνός: -ή, -όν, τρυφηλός, τρυφερός, χλιδανῆς ἥβης τέρψιν Αἰσχύλ. Πέρσ. 544· χλιδανῆς ἑταίρας βόστρυχον Εὐρ. Κύκλ. 500· ἐπὶ τοῦ Ἀλκιβιάδου, Πλουτ. Ἀλκ. 23.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
mou, efféminé.
Étymologie: χλιδή.
Greek Monolingual
-ή, -όν, και χλίδανος, -α, -ον, Α
τρυφηλός, φιλήδονος, ηδυπαθής («χλιδανῆς... ἑταίρας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλιδή + επίθημα -ανός (πρβλ. στεγ-ανός, τραγ-ανός)].
Greek Monotonic
χλῑδᾰνός: -ή, -όν (χλιδή), πολυτελής, τρυφηλός, φιλήδονος, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χλῐδᾰνός: любящий наслаждения, сладострастный, изнеженный (ἥβη Aesch.; ἕταιρα Eur.; Ἀλκιβιάδης Plut.).