ἐπίξανθος: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίξανθος:''' -ον, αυτός που κλίνει προς το ξανθό [[χρώμα]], [[κιτρινωπός]], λέγεται για λαγούς, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐπίξανθος:''' -ον, αυτός που κλίνει προς το ξανθό [[χρώμα]], [[κιτρινωπός]], λέγεται για λαγούς, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίξανθος:''' рыжеватый, русый ([[λαγώς]] Xen.).
}}
}}

Revision as of 20:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίξανθος Medium diacritics: ἐπίξανθος Low diacritics: επίξανθος Capitals: ΕΠΙΞΑΝΘΟΣ
Transliteration A: epíxanthos Transliteration B: epixanthos Transliteration C: epiksanthos Beta Code: e)pi/canqos

English (LSJ)

ον,

   A inclining to yellow, tawny, of hares, X.Cyn. 5.22; of deer, Poll.5.76; of the open lime-flower, Thphr.HP3.10.4, cf.4.2.7.

German (Pape)

[Seite 966] gelblich, bräunlich, z. B. die Farbe der Hafen, Xen. Cyn. 5, 22; der Hirsche, Poll. 5, 76; von Pflanzen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίξανθος: -ον, κλίνων πρὸς τὸ ξανθόν, κιτρινωπός, ἐπὶ λαγωῶν, Ξ. Κύν. 5. 22· ἐπὶ ἐλάφων, Πολυδ. Ε΄, 76· ἐπὶ φυτῶν τινῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
jaunâtre, fauve.
Étymologie: ἐπί, ξανθός.

Greek Monotonic

ἐπίξανθος: -ον, αυτός που κλίνει προς το ξανθό χρώμα, κιτρινωπός, λέγεται για λαγούς, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίξανθος: рыжеватый, русый (λαγώς Xen.).