ἀσυσκεύαστος: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀσυσκεύαστος:''' -ον, αυτός που δεν συσκευάστηκε, [[απακετάριστος]], [[ατακτοποίητος]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀσυσκεύαστος:''' -ον, αυτός που δεν συσκευάστηκε, [[απακετάριστος]], [[ατακτοποίητος]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀσυσκεύαστος:''' не уложивший своих вещей, т. е. не готовый Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not arranged, not ready, X.Oec.8.13.
German (Pape)
[Seite 381] nicht zusammengepackt, dah. ungeordnet, Xen. Oec. 8, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυσκεύαστος: -ον, μὴ συσκευασθείς, ἀπαράσκευος, Ξεν. Οἰκ. 8. 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non coordonné, non arrangé, non prêt.
Étymologie: ἀ, συσκευάζομαι.
Spanish (DGE)
-ον
no preparado, no dispuesto οὕτω κείμενα ἕκαστα ... οὐκ ἀσυσκεύαστά ἐστιν X.Oec.8.13.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀσυσκεύαστος, -ον)
νεοελλ.
ο μη συσκευασμένος
αρχ.
απροετοίμαστος.
Greek Monotonic
ἀσυσκεύαστος: -ον, αυτός που δεν συσκευάστηκε, απακετάριστος, ατακτοποίητος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυσκεύαστος: не уложивший своих вещей, т. е. не готовый Xen.