ἀσυσκεύαστος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges

Menander, Monostichoi, 194
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσυσκεύαστος:''' -ον, αυτός που δεν συσκευάστηκε, [[απακετάριστος]], [[ατακτοποίητος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀσυσκεύαστος:''' -ον, αυτός που δεν συσκευάστηκε, [[απακετάριστος]], [[ατακτοποίητος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσυσκεύαστος:''' не уложивший своих вещей, т. е. не готовый Xen.
}}
}}

Revision as of 12:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυσκεύαστος Medium diacritics: ἀσυσκεύαστος Low diacritics: ασυσκεύαστος Capitals: ΑΣΥΣΚΕΥΑΣΤΟΣ
Transliteration A: asyskeúastos Transliteration B: asyskeuastos Transliteration C: asyskeyastos Beta Code: a)suskeu/astos

English (LSJ)

ον,

   A not arranged, not ready, X.Oec.8.13.

German (Pape)

[Seite 381] nicht zusammengepackt, dah. ungeordnet, Xen. Oec. 8, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυσκεύαστος: -ον, μὴ συσκευασθείς, ἀπαράσκευος, Ξεν. Οἰκ. 8. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non coordonné, non arrangé, non prêt.
Étymologie: ἀ, συσκευάζομαι.

Spanish (DGE)

-ον
no preparado, no dispuesto οὕτω κείμενα ἕκαστα ... οὐκ ἀσυσκεύαστά ἐστιν X.Oec.8.13.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀσυσκεύαστος, -ον)
νεοελλ.
ο μη συσκευασμένος
αρχ.
απροετοίμαστος.

Greek Monotonic

ἀσυσκεύαστος: -ον, αυτός που δεν συσκευάστηκε, απακετάριστος, ατακτοποίητος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυσκεύαστος: не уложивший своих вещей, т. е. не готовый Xen.