ἀτημελής: Difference between revisions
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀτημελής:''' -ές,<br /><b class="num">I.</b> παραμελημένος, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[απερίσκεπτος]]· επίρρ. [[ἀτημελῶς]] ἔχειν, στον ίδ. | |lsmtext='''ἀτημελής:''' -ές,<br /><b class="num">I.</b> παραμελημένος, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[απερίσκεπτος]]· επίρρ. [[ἀτημελῶς]] ἔχειν, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀτημελής:''' <b class="num">1)</b> небрежный, находящийся в беспорядке, спутанный ([[κόμη]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> пренебрегающий (τινος Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A neglected, κόμη Plu.Ant.18. II of persons, careless, neglectful, χρημάτων E.Fr.184. Adv. -λῶς, ἔχειν τινός Plu.Agis 17; ἀτημελέως ἀλάληντο A.R.1.812 (v.l. -λέες).
German (Pape)
[Seite 386] ές, sorglos, nachlässig, Sext. Emp.; κόμη Plut. Ant. 18; ἀτημελῶς ἔχειν Agis 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτημελής: -ές, παρημελημένος, κόμη Πλουτ. Ἀντ. 18. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἀμελής, ὀλίγωρος, χρημάτων Εύρ. (;) παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 27: - ἐπίρρ., ἀτημελῶς ἔχειν Πλουτ. Ἆγις 17· ἀτημελέως ἀλάληντο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 812, μετὰ διαφ. γρ. -λέες.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
négligé.
Étymologie: ἀ, τημελέω.
Spanish (DGE)
-ές
• Prosodia: [ᾱ-]
• Morfología: [jón. nom. plu. -έες A.R.1.812]
I 1descuidado, abandonado ἀτημελέες ἀλάληντο vagan sin que nadie se ocupe de ellas A.R.l.c.
•descuidado, desaseado κόμη Plu.Ant.18, τὸ δωμάτιον Them.Or.22.274b.
2 c. gen. que descuida, que no se ocupa μοῦσαν ... ἀργόν, φίλοινον, χρημάτων ἀτημελῆ E.Fr.184.
II adv. -ῶς descuidadamente ἁψαμένη τῶν πέπλων καὶ τῆς κόμης ἀ. ἐχόντων tocando sus vestiduras y cabellera en situación de abandono Plu.Agis 17.
Greek Monolingual
ἀτημελής, -ές (Α) τημελώ
1. παραμελημένος, απεριποίητος
2. αμελής, απρόσεκτος.
Greek Monotonic
ἀτημελής: -ές,
I. παραμελημένος, σε Πλούτ.
II. απερίσκεπτος· επίρρ. ἀτημελῶς ἔχειν, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀτημελής: 1) небрежный, находящийся в беспорядке, спутанный (κόμη Plut.);
2) пренебрегающий (τινος Eur.).