λώτισμα: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λώτισμα:''' -ατος, τό, [[λουλούδι]], [[άνθος]]· μεταφ., το ωραιότερο, το εκλεκτότερο, το άριστο, σε Ευρ. | |lsmtext='''λώτισμα:''' -ατος, τό, [[λουλούδι]], [[άνθος]]· μεταφ., το ωραιότερο, το εκλεκτότερο, το άριστο, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λώτισμα:''' ατος τό краса, цвет (γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A a flower: metaph., like ἄνθος and ἄωτος, the fairest, choicest, best, γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα E.Hel.1593, cf. A.Fr.99.17a.
German (Pape)
[Seite 76] τό, die Blüthe, das Höchste, Schönste in seiner Art, ὦ γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα, Eur. Hel. 1609.
Greek (Liddell-Scott)
λώτισμα: τό, ἄνθος: μεταφορ. ὡς τὸ ἄνθος καὶ ἄωτος, τὸ ὡραιότατον, τὸ ἐκλεκτότατον, τὸ ἄριστον, τὸ ἐξοχώτατον μέρος, γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα Εὐρ. Ἑλ. 1593˙ πρβλ. λωτίζομαι. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «λώτισμα˙ οἱ πρῶτοι, καὶ ἐπίλεκτοι».
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
la fleur, càd la partie délicate d’une chose.
Étymologie: λωτίζω.
Greek Monolingual
λώτισμα, τὸ (Α) λωτίζομαι)
1. άνθος
2. μτφ. το απάνθισμα, καθετί το εκλεκτό, το ωραιότατο, το άριστο («ὦ γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα», Ευρ.).
Greek Monotonic
λώτισμα: -ατος, τό, λουλούδι, άνθος· μεταφ., το ωραιότερο, το εκλεκτότερο, το άριστο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
λώτισμα: ατος τό краса, цвет (γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα Eur.).