ἀντιδιαπλέκω: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιδιαπλέκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[ανταποδίδω]], [[ανταπαντώ]], σε Αισχίν.
|lsmtext='''ἀντιδιαπλέκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[ανταποδίδω]], [[ανταπαντώ]], σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιδιαπλέκω:''' парировать, возражать Aeschin.
}}
}}

Revision as of 12:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιδιαπλέκω Medium diacritics: ἀντιδιαπλέκω Low diacritics: αντιδιαπλέκω Capitals: ΑΝΤΙΔΙΑΠΛΕΚΩ
Transliteration A: antidiaplékō Transliteration B: antidiaplekō Transliteration C: antidiapleko Beta Code: a)ntidiaple/kw

English (LSJ)

   A retort, ἀντιδιαπλέκει ὡς . . Aeschin.3.28, cf.AB406.

German (Pape)

[Seite 251] dagegen verflechten, ἀντιδιαπλέκει πρὸς τοῦτο λέγων, er braucht dagegen einen Kunstgriff in seiner Rede, Aesch. 3, 28, wo Bekk. λέγων ausläßt, vom Ringen in der Palästra entlehnt, vgl. διαπλέκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδιαπλέκω: ἀνταπαντῶ, ἀντιτάσσω, ἀντιπαρατηρῶ, ναί, ἀλλ’ ἀντιδιαπλέκει πρὸς τοῦτο εὐθέως λέγων Αἰσχίν. κ. Κτησιφ. 3. 9, 1: -«ἀντιδιαπλέκειν: τὸ ἐν δίκῃ ἀντιλέγειν» Α. Β. 406. 25.

French (Bailly abrégé)

répliquer.
Étymologie: ἀντί, διαπλέκω.

Spanish (DGE)

replicar ἀντιδιαπλέκει πρὸς τοῦτο εὐθὺς λέγων ὡς Aeschin.3.28, cf. AB 406, Hsch.

Greek Monolingual

ἀντιδιαπλέκω (Α)
αντιτάσσω επιχειρήματα.

Greek Monotonic

ἀντιδιαπλέκω: μέλ. -ξω, ανταποδίδω, ανταπαντώ, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιδιαπλέκω: парировать, возражать Aeschin.