ἀποκραιπαλάω: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out

Source
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκραιπᾰλάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ξυπνώ]] [[μετά]] από [[κραιπάλη]] ή απαλλάσσομαι από τα επακόλουθα της κραιπάλης μέσω του ύπνου, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀποκραιπᾰλάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ξυπνώ]] [[μετά]] από [[κραιπάλη]] ή απαλλάσσομαι από τα επακόλουθα της κραιπάλης μέσω του ύπνου, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκραιπᾰλάω:''' протрезвляться Plut.
}}
}}

Revision as of 16:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκραιπᾰλάω Medium diacritics: ἀποκραιπαλάω Low diacritics: αποκραιπαλάω Capitals: ΑΠΟΚΡΑΙΠΑΛΑΩ
Transliteration A: apokraipaláō Transliteration B: apokraipalaō Transliteration C: apokraipalao Beta Code: a)pokraipala/w

English (LSJ)

   A sleep off a debauch, Plu.Ant.30.    II waste in debauch, Theognet.2.

German (Pape)

[Seite 308] den Rausch ausschlafen, Plut. Anton. 30; wie ein Betrunkener von sich geben, Theognet. com. bei Ath. XIV, 616 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκραιπᾰλάω: ἀπαλλάσσομαι τῆς κραιπάλης διὰ τοῦ ὕπνου, ἐγείρομαι τοῦ ὕπνου ἐκ κραιπάλης, Πλουτ. Ἀντών. 30· -ίζομαι, Παθ., Σουΐδ.· -ισμος, Ἡσύχ. ΙΙ. ἀναλίσκω, δαπανῶ εἰς ἀσωτίαν, Θεόγνητος ἐν «Φιλοδεσπότῳ» 1, 3.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
cuver son vin.
Étymologie: ἀπό, κραιπαλάω.

Spanish (DGE)

(ἀποκραιπᾰλάω) 1 estar borracho παντελῶς ἀποκραιπαλᾶτε Men.Dysc.457
comportarse como un borracho Theognet.2.
2 volver de una borrachera fig. volver a la razón Plu.Ant.30.

Greek Monotonic

ἀποκραιπᾰλάω: μέλ. -ήσω, ξυπνώ μετά από κραιπάλη ή απαλλάσσομαι από τα επακόλουθα της κραιπάλης μέσω του ύπνου, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκραιπᾰλάω: протрезвляться Plut.