ὑποπίνω: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑποπίνω:''' [ῑ], μέλ. -[[πίομαι]], αόρ. βʹ <i>ὑπ-έπινον</i>, παρακ. <i>ὑποπέπωκα</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[πίνω]] [[λιγάκι]], [[πίνω]] με μέτρο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[πίνω]] [[αργά]] [[αργά]], [[εξακολουθώ]] να [[πίνω]], σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> <i>ὑπο-πεπωκώς</i>, ο κάπως μεθυσμένος, [[πιωμένος]], σε Αριστοφ., Ξεν. | |lsmtext='''ὑποπίνω:''' [ῑ], μέλ. -[[πίομαι]], αόρ. βʹ <i>ὑπ-έπινον</i>, παρακ. <i>ὑποπέπωκα</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[πίνω]] [[λιγάκι]], [[πίνω]] με μέτρο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[πίνω]] [[αργά]] [[αργά]], [[εξακολουθώ]] να [[πίνω]], σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> <i>ὑπο-πεπωκώς</i>, ο κάπως μεθυσμένος, [[πιωμένος]], σε Αριστοφ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποπίνω:''' (ῑ) немного пить, выпивать Anacr., Arph.: [[μετρίως]] ὑ. Plat., Plut. пить в меру; [[ἤδη]] ὑποπεπωκὼς ἐτύγχανεν Xen. он уже немного выпил. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:20, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῑ],
A drink a little, drink moderately, μηκέθ' οὕτω . . Σκυθικὴν πόσιν . . μελετῶμεν, ἀλλὰ καλοῖς ὑποπίνοντες ἐν ὕμνοις Anacr.63.11; ὑποπεπώκαμεν Ar.Fr.496; μετρίως ὑ. Pl.R.372d; ἐχθὲς ὑπέπινες, εἶτα νυνὶ κραιπαλᾷς Alex.286, cf. Antiph.271. 2 drink at dessert, Ar.Av.494 (anap.), Pherecr.153.5 (hex.), X.Cyr.8.4.9, etc. 3 ὑποπεπωκώς rather tipsy, Ar.Pax874, Lys.395, X.An.7.3.29.
German (Pape)
[Seite 1228] (s. πίνω), ein wenig od. allmälig trinken, dah. auch lange forttrinken, sich berauschen; Plat. Lys. 223 b; Xen. Cyr. 8, 4,9; Ar. Av. 497; ὑποπεπωκυῖα Lys. 395, wo der Schol. es durch μεθύσκεσθαι erkl.; ἤδη γὰρ ὑποπεπωκὼς ἔτυχεν, er war schon etwas angetrunken, Xen. An. 7, 2,29; Hell. 5, 4,40 u. öfter; vgl. Mehlhorn zu Anacr. 61, 11; dazu trinken, μετρίως Plat. Rep. II, 372 b.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπίνω: [ῑ], μέλλ. -πίομαι, πίνω ὀλίγον, πίνω μετρίως πως, (δηλ. οἶνον), Λατιν. subbibere (Sueton.), μηκέθ’ οὕτω... Σκυθικὴν πόσιν... μελετῶμεν, ἀλλὰ καλοῖς ὑποπίνοντες ἐν ὕμνοις Ἀνακρ. 63· ὑποπεπώκαμεν, «ἐτσούξαμεν ὀλίγον», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 428· μετρίως ὑπ. Πλάτ. Πολ. 372D· ἐχθὲς ὑπέπινες, εἶτα νυνὶ κραιπαλᾷς Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 22, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 23. 2) πίνω βραδέως, ἐξακολουθῶ ἐπὶ πολὺ πίνων ἀπὸ ὀλίγον, κοινῶς «σιγοπίνω», «κουτσοπίνω», Ἀριστοφ. Ὄρν. 494, Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 3. 5, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 4, 9, κλπ. 3) ὑποπεπωκώς, ὀλίγον τι μεθυσμένος, «πιωμένος», Ἀριστοφ. Εἰρ. 874, Λυσ. 395, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 29.
French (Bailly abrégé)
f. ὑποπίομαι, pf. ὑποπέπωκα, etc.
1 boire modérément;
2 boire fréquemment ; s’enivrer.
Étymologie: ὑπό, πίνω.
Greek Monolingual
Α πίνω
1. πίνω λίγο
2. πίνω σιγά σιγά και για πολλή ώρα ως επιδόρπιο
3. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) ὑποπεπωκώς
ελαφρώς μεθυσμένος.
Greek Monotonic
ὑποπίνω: [ῑ], μέλ. -πίομαι, αόρ. βʹ ὑπ-έπινον, παρακ. ὑποπέπωκα,
1. πίνω λιγάκι, πίνω με μέτρο, σε Πλάτ.
2. πίνω αργά αργά, εξακολουθώ να πίνω, σε Αριστοφ., Ξεν.
3. ὑπο-πεπωκώς, ο κάπως μεθυσμένος, πιωμένος, σε Αριστοφ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὑποπίνω: (ῑ) немного пить, выпивать Anacr., Arph.: μετρίως ὑ. Plat., Plut. пить в меру; ἤδη ὑποπεπωκὼς ἐτύγχανεν Xen. он уже немного выпил.