ταχύδακρυς: Difference between revisions
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τᾰχύδακρυς:''' -υ, γεν. <i>-υος</i>, αυτός που δακρύζει εύκολα, σε Λουκ. | |lsmtext='''τᾰχύδακρυς:''' -υ, γεν. <i>-υος</i>, αυτός που δακρύζει εύκολα, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τᾰχύδακρυς:''' 2, gen. υος (χῠ) плаксивый: τ. ἔς τι Luc. заливающийся слезами по поводу чего-л. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 31 December 2018
English (LSJ)
υ, gen. υος,
A soon moved to tears, Luc.Nav. 2.
German (Pape)
[Seite 1076] ν, gen. υος, bald od. leicht weinend, Luc. Navig. 2.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχύδακρυς: υ, γεν. -υος, ὁ ταχέως εἰς δάκρυα κινούμενος, εὐκόλως δακρύων, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 2.
French (Bailly abrégé)
υς, υ ; gén. υος;
prompt à pleurer.
Étymologie: ταχύς, δάκρυ.
Greek Monolingual
-υ, Α
αυτός που δακρύζει εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -δάκρυς (< δάκρυ), πρβλ. πολύ-δακρυς].
Greek Monotonic
τᾰχύδακρυς: -υ, γεν. -υος, αυτός που δακρύζει εύκολα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰχύδακρυς: 2, gen. υος (χῠ) плаксивый: τ. ἔς τι Luc. заливающийся слезами по поводу чего-л.