ἀποβλητέος: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1a) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποβλητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[ἀποβάλλω]], αυτός τον οποίο πρέπει [[κάποιος]] να απορρίψει, να πετάξει, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀποβλητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[ἀποβάλλω]], αυτός τον οποίο πρέπει [[κάποιος]] να απορρίψει, να πετάξει, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[ἀποβάλλω]].]<br />to be thrown [[away]], rejected, Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 January 2019
English (LSJ)
α, ον,
A to be thrown away, rejected, Pl.R.387b, Luc.Herm.18. II ἀποβλητέον one must reject, A.D.Conj.226.10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβλητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀποβάλλω, ὃν πρέπει τις νὰ ἀποβάλῃ, ν’ ἀπορρίψη, Πλάτ. Πολ. 387Β, Λουκ. Ἑρμότ. 18.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de ἀποβάλλω.
Spanish (DGE)
-α, -ον
1 rechazable ὀνόματα ... τὰ δεινὰ καὶ φοβερὰ ἀποβλητέα Pl.R.387b, ὃς δ' ἂν ... μηδὲ σκυθρωπὸς ἡ ... ἀποβλητέος; Luc.Herm.18.
2 ἀποβλητέον hay que rechazar una palabra, A.D.Coni.226.10, οὐδὲ ἐκεῖνον ἀ. τὸν λόγον, ὅς ... φησι Plot.3.2.13.
Greek Monotonic
ἀποβλητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του ἀποβάλλω, αυτός τον οποίο πρέπει κάποιος να απορρίψει, να πετάξει, σε Πλάτ.