ἀρχίδιον: Difference between revisions

From LSJ

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρχίδιον:''' τό, υποκορ. του [[ἀρχή]] (II 3), μικρή [[αρχή]], [[εξουσία]], [[αξίωμα]], [[κατώτερος]] [[αξιωματικός]] (στον βαθμό), σε Αριστοφ., Δημ.
|lsmtext='''ἀρχίδιον:''' τό, υποκορ. του [[ἀρχή]] (II 3), μικρή [[αρχή]], [[εξουσία]], [[αξίωμα]], [[κατώτερος]] [[αξιωματικός]] (στον βαθμό), σε Αριστοφ., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρχίδιον:''' τό<b class="num">1)</b> незначительная должность Arph.;<br /><b class="num">2)</b> мелкий чиновник Dem.
}}
}}

Revision as of 17:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχίδιον Medium diacritics: ἀρχίδιον Low diacritics: αρχίδιον Capitals: ΑΡΧΙΔΙΟΝ
Transliteration A: archídion Transliteration B: archidion Transliteration C: archidion Beta Code: a)rxi/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of

   A ἀρχή 11.3, petty office, Ar.Av.1111; ὑπηρετεῖν τοῖς ἀ. serve the petty magistrates, D.18.261.    II Dim. of ἀρχή 1, ἐξ ἀρχιδίου dub. in Philol.21 (ἐξ ἀρχᾶς ἀιδίω Rose).

German (Pape)

[Seite 366] τό, dim. von ἀρχή, Aemtchen. Ar. Av. 1111; niederer Beamter, Dem. 18, 261.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἀρχὴ (ΙΙ. 3), μικρόν, ἀνάξιον λόγου ὑπούργημα. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1107· ὑπογραμματεύων καὶ ὑπηρετῶν ἀρχιδίοις Δημ. 314. 7. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ ἀρχὴ Ι, Φιλόλ. Στοβ. Ἐκλογ. 1. 420, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5235. - ἐξ ἀρχιδίων = ἀπ’ ἀρχῆς, ἀνέκαθεν, Ἐπιγραφ. Δήλου (μέσα τοῦ Β΄ αἰῶνος π.Χ.) BCH. III. 292, στ. 3.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
charge subalterne.
Étymologie: dim. de ἀρχή.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 principio ἐξ ἀρχιδίου Philol.B 21.
2 irón. carguito κἂν λαχόντες ἀ. εἶθ' ἁρπάσαι βούλησθέ τι Ar.Au.1111, personif. ὑπηρετεῖν τοῖς ἀρχίδιοις D.18.261.

Greek Monolingual

ἀρχίδιον, το (Α) αρχή
μικρό, ανάξιο λόγου δημόσιο λειτούργημα.

Greek Monotonic

ἀρχίδιον: τό, υποκορ. του ἀρχή (II 3), μικρή αρχή, εξουσία, αξίωμα, κατώτερος αξιωματικός (στον βαθμό), σε Αριστοφ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχίδιον: τό1) незначительная должность Arph.;
2) мелкий чиновник Dem.