ἁρματοτροφία: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁρματοτροφία:''' ἡ, [[ανατροφή]], [[εκτροφή]] αλόγων, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἁρματοτροφία:''' ἡ, [[ανατροφή]], [[εκτροφή]] αλόγων, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁρμᾰτοτροφία:''' ἡ содержание или разведение беговых лошадей Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A keeping of chariot-horses, X.Hier.11.5.
German (Pape)
[Seite 355] ἡ, das Halten von Wagenpferden zum Wettfahren, Xen. Hier. 11, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρματοτροφία: ἡ, τὸ τρέφειν ἵππους χάριν ἁρματηλασίας, Ξεν. Ἱέρ. 11. 5.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
entretien d’une écurie de courses.
Étymologie: ἅρμα, τρέφω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
cría de caballos de tiro τὸ δὲ πάντων κάλλιστον ... εἶναι ἐπιτήδευμα ἁρματοτροφίαν X.Hier.11.5.
Greek Monolingual
ἁρματοτροφία, η (Α) αρματοτροφώ
η εκτροφή ίππων για αρματοδρομίες.
Greek Monotonic
ἁρματοτροφία: ἡ, ανατροφή, εκτροφή αλόγων, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἁρμᾰτοτροφία: ἡ содержание или разведение беговых лошадей Xen.