Ἀσιατογενής: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Ἀσιᾱτογενής:''' -ές ([[γίγνομαι]]), αυτός που έχει Ασιατική [[καταγωγή]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''Ἀσιᾱτογενής:''' -ές ([[γίγνομαι]]), αυτός που έχει Ασιατική [[καταγωγή]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Ἀσιᾱτογενής:''' Aesch. = [[Ἀσιαγενής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A of Asian birth, A.Pers.12, Critias6.6D.
German (Pape)
[Seite 370] = Ἀσιαγενής, Aesch. Pers. 12.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀσιᾱτογενής: -ές, Ἀσιαγενής, Ἀσιατικῆς καταγωγῆς, πᾶσα ἰσχὺς Ἀσιατογενὴς ᾤχωκε Αἰσχύλ. Πέρσ. 12.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
originaire d’Asie, asiatique.
Étymologie: Ἀσία, γένος.
Spanish (DGE)
(Ἀσιᾱτογενής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
originario de Asia ἰσχύς A.Pers.12, Λυδὴ χείρ Critias Eleg.4.5.
Greek Monotonic
Ἀσιᾱτογενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που έχει Ασιατική καταγωγή, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
Ἀσιᾱτογενής: Aesch. = Ἀσιαγενής.