ἀτέλευτος: Difference between revisions
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀτέλευτος:''' -ον ([[τελευτή]]), [[ατελεύτητος]], ατελείωτος, [[αιώνιος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀτέλευτος:''' -ον ([[τελευτή]]), [[ατελεύτητος]], ατελείωτος, [[αιώνιος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀτέλευτος:''' нескончаемый, бесконечный ([[ὕπνος]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A endless, eternal, ὕπνος A.Ag.1451 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 384] (τελευτή), endlos, ewig, ὕπνος Aesch. Ag. 1426.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτέλευτος: -ον, ἀτελεύτητος, αἰώνιος, τὸν ἀεὶ φέρουσ’ ἐν ἡμῖν Μοῖρ’ ἀτελεύτον ὕπνον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1451.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans fin, éternel.
Étymologie: ἀ, τελευτή.
Spanish (DGE)
-ον interminable ὕπνος A.A.1451, cf. Ephr.Syr.3.313E.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀτέλευτος, -ον) τελευτή
αυτός που δεν έχει τέλος, ατελεύτητος, αιώνιος («ἀτέλευτος ὕπνος» — ο θάνατος)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει τελειώσει, ημιτελής
2. άπειρος, αμέτρητος.
Greek Monotonic
ἀτέλευτος: -ον (τελευτή), ατελεύτητος, ατελείωτος, αιώνιος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀτέλευτος: нескончаемый, бесконечный (ὕπνος Aesch.).