αὐίαχος: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(3) |
(1a) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αὐίᾰχος:''' -ον (δηλ. <i>ἀ-Ϝίαχος</i>), επίθ. για τους [[Τρώες]], σε Ομήρ. Ιλ.·<br /><b class="num">1.</b> (<i>α αθροιστικό</i> και [[ἰαχή]]), [[πολυτάραχος]], [[θορυβώδης]].<br /><b class="num">2.</b> (από [[α- στερητικό]]), [[αθόρυβος]], [[σιωπηλός]]. | |lsmtext='''αὐίᾰχος:''' -ον (δηλ. <i>ἀ-Ϝίαχος</i>), επίθ. για τους [[Τρώες]], σε Ομήρ. Ιλ.·<br /><b class="num">1.</b> (<i>α αθροιστικό</i> και [[ἰαχή]]), [[πολυτάραχος]], [[θορυβώδης]].<br /><b class="num">2.</b> (από [[α- στερητικό]]), [[αθόρυβος]], [[σιωπηλός]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[i. e. ἀϝίαχος]<br />epith. of the Trojans in Il., [[either]]<br /><b class="num">1.</b> (α <i>copulat.</i>,, [[ἰαχή]]) [[loud]]-shouting, [[noisy]], or,<br /><b class="num">2.</b> (from α <i>privat.</i>,) [[noiseless]], [[silent]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 9 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
αὐίᾰχος: -ον, (ὅ ἐ. ἀFίαχος), 1) ἢ ἐκ τοῦ α ἀθροιστ. καὶ ἰαχή, καὶ σημαίνει θορυβώδης, πολυτάραχος, 2) ἢ ἐκ τοῦ αν ἢ α στερητ. καὶ δηλοῖ ἀθόρυβος: -ἐν Ἰλ.Ν. 41, ἐπὶ τῶν Τρώων εἰς μάχην βαινόντων, ἄβρομοι, αὐίαχοι, ὅπερ ὁ Ἀρίσταρχος καὶ ἕτεροι λαμβάνουσιν ἐπὶ τῆς πρώτης σημασ. ἀναφερόμενοι εἰς τὸ Ἰλ. Γ. 2-9. Δ. 429-438· ὅσοι δὲ προτιμῶσι τὴν δευτέραν σημασίαν ἀναφέρουσι τὸν Κὸϊντ. Σμ. 13. 70 (ἔνθα τὰ χειρόγραφα ἔχουσιν ἀνίαχοι)· - ὁ Ἡσύχ. ἐν λέξει ἔχει ἀμφοτέρας τὰς σημασίας: αὐίαχοι· ἄνευ βοῆς· μετὰ μεγάλης ἰαχῆς· ἢ ἀΐαχοι· σιωπῇ, ἄφοβοι καὶ αὖοι ἠχοῦντες»· πρβλ. ἄβρομος καὶ ἴδε Κουρτ. Ἑλλ. Ἐτυμ. 515.
Greek Monotonic
αὐίᾰχος: -ον (δηλ. ἀ-Ϝίαχος), επίθ. για τους Τρώες, σε Ομήρ. Ιλ.·
1. (α αθροιστικό και ἰαχή), πολυτάραχος, θορυβώδης.
2. (από α- στερητικό), αθόρυβος, σιωπηλός.
Middle Liddell
[i. e. ἀϝίαχος]
epith. of the Trojans in Il., either
1. (α copulat.,, ἰαχή) loud-shouting, noisy, or,
2. (from α privat.,) noiseless, silent.