ἄβρομος

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄβρομος Medium diacritics: ἄβρομος Low diacritics: άβρομος Capitals: ΑΒΡΟΜΟΣ
Transliteration A: ábromos Transliteration B: abromos Transliteration C: avromos Beta Code: a)/bromos

English (LSJ)

ἄβρομον, (α collect.)
A joining in a shout, Il.13.41; taken by Aristarch. to mean noisy (α intens.).
2 (α priv.) noiseless, κῦμα A.R.4.153.
II v. ἄβρωμος.

Spanish (DGE)

v. ἄβρωμος.
-ον
estrepitoso, vocinglero ἕποντο ἄβρομοι αὐΐαχοι Il.13.41, cf. Q.S.13.68, ὕδωρ Nonn.D.6.292.
-ον
silencioso κῦμα ... κωφόν τε καὶ ἄβρομον A.R.4.153, cf. Apio ad Hom.5.

German (Pape)

[Seite 4] geräuschvoll, bei Hom. nur Iliad. 13, 41, wo die Troer dem Hektor folgen ἄβρομοι αὐίαχοι; Aristarch erklärte nach Aristonicus (s. Scholl.) ἄγαν βρομοῦντες καὶ ἄγαν ἰαχοῦντες, κατ' ἐπίτασιν τοῦ α κειμένου.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
frémissant, grondant.
Étymologie: ἀ- augm., βρέμω.

Russian (Dvoretsky)

ἄβρομος: шумящий, шумный Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ἄβρομος: -ον, 1) (α ἀθροιστ.) θορυβώδης, ταραχώδης. 2) (α στερητ.) ἀθόρυβος, περὶ τῶν Τρώων· ἴδ. λέξ. αὐίαχος: ὁ Ἀπ. Ρόδ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν μετὰ τῆς δευτέρας σημασίας, ἄβρ. κῦμα. 4, 153.

English (Autenrieth)

(βρέμω): loud-roaring, clamorous, Il. 13.41.†

Greek Monotonic

ἄβρομος: -ον, 1. (α αθροιστικό, βρέμω), πολύ θορυβώδης, θυελλώδης, ορμητικός.
2. (α- στερητικό) αθόρυβος· επίθ. των Τρώων στην Ομήρ. Ιλ.· βλ. αὐίαχος.

Middle Liddell

very noisy, boisterouscopulat., βρέμω ?]
1. noiseless; epithet of the Trojans in Il., v. αὐίαχος. [α privat., βρέμω ?]

Translations

noiseless

Bulgarian: безшумен, беззвучен; Finnish: meluton; French: silencieux; German: geräuschlos; Greek: αθόρυβος; Ancient Greek: ἄβρομος, ἀδούπητος, ἄθροος, ἄθρους, ἄκλυτος, ἄκτυπος, ἄνηχος, ἀσμάραγος, αὐίαχος, αὐΐαχος, ἀψόφητος, ἄψοφος, κωφός; Hungarian: zajtalan, nesztelen, hangtalan; Latin: tacitus, impercussus; Norwegian Bokmål: lydløs; Ottoman Turkish: گورلدیسز‎; Polish: bezgłośny, bezszumny, bezszumowy; Romanian: silențios, nezgomotos; Russian: бесшумный; Turkish: gürültüsüz