αὐίαχος
σέθεν δὲ χωρὶς οὔτις εὐδαίμων ἔφυ → without you, no one has been happy | without you Health, no one has been happy
Greek (Liddell-Scott)
αὐίᾰχος: -ον, (ὅ ἐ. ἀFίαχος), 1) ἢ ἐκ τοῦ α ἀθροιστ. καὶ ἰαχή, καὶ σημαίνει θορυβώδης, πολυτάραχος, 2) ἢ ἐκ τοῦ αν ἢ α στερητ. καὶ δηλοῖ ἀθόρυβος: -ἐν Ἰλ.Ν. 41, ἐπὶ τῶν Τρώων εἰς μάχην βαινόντων, ἄβρομοι, αὐίαχοι, ὅπερ ὁ Ἀρίσταρχος καὶ ἕτεροι λαμβάνουσιν ἐπὶ τῆς πρώτης σημασ. ἀναφερόμενοι εἰς τὸ Ἰλ. Γ. 2-9. Δ. 429-438· ὅσοι δὲ προτιμῶσι τὴν δευτέραν σημασίαν ἀναφέρουσι τὸν Κὸϊντ. Σμ. 13. 70 (ἔνθα τὰ χειρόγραφα ἔχουσιν ἀνίαχοι)· - ὁ Ἡσύχ. ἐν λέξει ἔχει ἀμφοτέρας τὰς σημασίας: αὐίαχοι· ἄνευ βοῆς· μετὰ μεγάλης ἰαχῆς· ἢ ἀΐαχοι· σιωπῇ, ἄφοβοι καὶ αὖοι ἠχοῦντες»· πρβλ. ἄβρομος καὶ ἴδε Κουρτ. Ἑλλ. Ἐτυμ. 515.
Greek Monotonic
αὐίᾰχος: -ον (δηλ. ἀ-Ϝίαχος), επίθ. για τους Τρώες, σε Ομήρ. Ιλ.·
1. (α αθροιστικό και ἰαχή), πολυτάραχος, θορυβώδης.
2. (από α- στερητικό), αθόρυβος, σιωπηλός.
Middle Liddell
[i. e. ἀϝίαχος]
epith. of the Trojans in Il., either
1. (α copulat., ἰαχή) loud-shouting, noisy, or,
2. (from α privat.,) noiseless, silent.
Translations
noiseless
Bulgarian: безшумен, беззвучен; Finnish: meluton; French: silencieux; German: geräuschlos; Greek: αθόρυβος; Ancient Greek: ἄβρομος, ἀδούπητος, ἄθροος, ἄθρους, ἄκλυτος, ἄκτυπος, ἄνηχος, ἀσμάραγος, αὐίαχος, αὐΐαχος, ἀψόφητος, ἄψοφος, κωφός; Hungarian: zajtalan, nesztelen, hangtalan; Latin: tacitus, impercussus; Norwegian Bokmål: lydløs; Ottoman Turkish: گورلدیسز; Polish: bezgłośny, bezszumny, bezszumowy; Romanian: silențios, nezgomotos; Russian: бесшумный; Turkish: gürültüsüz