αὐτοδαής: Difference between revisions
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αὐτοδαής:''' -ές (*δάω), [[αυτοδίδακτος]], μη προμελετημένος, σε Σοφ. | |lsmtext='''αὐτοδαής:''' -ές (*δάω), [[αυτοδίδακτος]], μη προμελετημένος, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐτοδᾰής:''' лично изобретенный, собственной выдумки (ὀρχήματα Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A self-taught, ἀρετά Diagor.1; ὀρχήματα S.Aj. 700 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 397] ές, selbst gelernt, natürlich, ὀρχήματα, Soph. Ai. 685, Schol. ἃ ἐκ φύσεως ἔχεις.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοδαής: -ές, αὐτοδίδακτος, ἀρετὰ Διαγόρ. ἐν Bgk. Λυρ. σ. 846: ὀρχήματ’ αὐτοδαῆ, «αὐτομαθῆ, ἃ σὺ σαυτὸν ἐδίδαξας» (Σχόλ.) Σοφ. Αἴ. 700.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui s’apprend de soi-même, càd sans étude, naturel.
Étymologie: αὐτός, διδάσκω.
Spanish (DGE)
-ές
1 aprendido por sí mismo, natural ἀρετά Diagor.1.3, ὀρχήματα S.Ai.700.
2 conocedor por sí mismo, e.e., sin maestros αὐ. ἱερῶν γινόμενος κριμάτων llegando a conocer por sí mismo las decisiones sagradas, CIRB 121 (imper.).
Greek Monolingual
αὐτοδαής, -ές (Α)
αυτοδίδακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -δαής < εδάην, αόρ. β' του δάω «μαθαίνω» (πρβλ. το ομόρριζο διδάσκω)].
Greek Monotonic
αὐτοδαής: -ές (*δάω), αυτοδίδακτος, μη προμελετημένος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοδᾰής: лично изобретенный, собственной выдумки (ὀρχήματα Soph.).